- τοκετοῦ
- τοκετόςchildbirthmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… … Dictionary of Greek
μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… … Dictionary of Greek
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek
εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά … Dictionary of Greek
λειπώδιν — λειπώδιν, ινος, ἡ (Α) (στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + ώδιν (< ὠδίς, ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ ώδιν … Dictionary of Greek
λοχεία — Το χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από το τέλος του τοκετού μέχρι την επάνοδο των γεννητικών οργάνων και του οργανισμού της γυναίκας στην πριν από την εγκυμοσύνη κατάσταση. Συνήθως η λ. διαρκεί 3 6 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων απαιτείται… … Dictionary of Greek
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
μογοστόκος — μογοστόκος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτός που παρίσταται και βοηθά κατά τη διάρκεια τού τοκετού 2. προσωνυμία τής θεάς Αρτέμιδος («ἀλλά τε ἡ βασίλεια Ἄρτεμίς ἐστιν», Θεόκρ.) 3. αυτή που υποφέρει τις ωδίνες τού τοκετού 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
παιδοκτονία — η (ΑΜ παιδοκτονία) [παιδοκτόνος] φόνος παιδιού νεοελλ. (νομ.) η εκ προθέσεως θανάτωση παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια τού τοκετού ή μετά τον τοκετό και ενόσω η μητέρα τελεί υπό την επήρεια τών ψυχοσωματικών και διανοητικών συνεπειών… … Dictionary of Greek
σοωδίνη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που σώζει από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τοῦ ρ. σαῶ «σώζω» + ὠδίνη «πόνος τού τοκετού»] … Dictionary of Greek